- τριωδία
- ημουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία μουσικά όργανα, τρίο, τερτσέτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριωδία — η, Ν μουσ. μουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία όργανα, κν. τρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. τετρα ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
τερτσέτο — το, Ν 1. ιταλική ποιητική στροφή η οποία αποτελείται από τρεις στίχους και ο πρώτος και τρίτος στίχος είναι ομοιοκατάληκτοι ενώ ο δεύτερος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο και τρίτο στίχο τού επόμενου τρίστιχου, αλλ. τέρτσα ρίμα, τερτσίνα 2. σύντομο… … Dictionary of Greek
τριώδιο — Εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των λειτουργιών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή στις καθημερινές ακολουθίες του όρθρου, ο κανόνας αυτός, αντί των… … Dictionary of Greek